Μουνουχίζω:

Στειρώνω.

Μουνούχ’σα κι τούν τράγου κι ουόταν θα σφαχτεί δε θα μυρίζ’ ντίπ στου μαϊέρεμα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

error: Content is protected !!